ἀπώθουν — ἀ̱πώθουν , ἀπωθέω thrust away imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀ̱πώθουν , ἀπωθέω thrust away imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπωθέω thrust away imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἀπωθέω thrust away imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
δέψη — Επεξεργασία που ακολουθείται στη βαφική με σκοπό την προετοιμασία των ινών για να δεχτούν το χρώμα. Το στάδιο αυτό είναι πρακτικά απαραίτητο, γιατί πολλές ίνες, ειδικά το βαμβάκι και γενικά οι φυτικές ίνες, που αποτελούνται κυρίως από κυτταρίνη,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
κατασκεύασμα — το (AM κατασκεύασμα) [κατασκευάζω] 1. καθετί που κατασκευάζεται ή παρασκευάζεται, δημιούργημα, έργο (α. «αυτό το κτήριο είναι δικό του κατασκεύασμα» β. «εἶχεν κεκρυμμένον διάφορον ἢ κατασκεύασμα ἢ ἄλλο τι τῶν πλείονος ἀξίων», Πολ.) 2. επινόημα,… … Dictionary of Greek
λυόφοβος — η, ο χημ. χαρακτηρισμός τών κολλοειδών συστημάτων τών οποίων τα διεσπαρμένα τεμαχίδια απωθούν … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Γκέρικε, Ότο φον- — (Otto von Guericke, Μαγδεμβούργο 1602 – Αμβούργο 1686). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο Λέιντεν και ταξίδεψε στη Γαλλία και στην Αγγλία. Το 1627 ονομάστηκε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της πόλης του Μαγδεμβούργου και το 1646 δήμαρχος.… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek